- φοιβαστικός
- φοιβ-αστικός, ή, όν,A like inspiration, enthusiastic, Longin.13.2, Ptol.Tetr.159: c. gen., φ. ἐμμέτρων χρησμῶν uttering oracles in verse, Plu.Rom.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοιβαστικός — ή, όν, Α [φοιβάζω] 1. αυτός που εμπνέεται από τον Φοίβο, προφητικός 2. φρ. «φοιβαστικὸς χρησμῶν» αυτός που χρησμοδοτεί (Πλούτ.) … Dictionary of Greek
φοιβαστικοί — φοιβαστικός like inspiration masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοιβαστικούς — φοιβαστικός like inspiration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοιβαστικήν — φοιβαστικός like inspiration fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)